αγριαπιδιά

αγριαπιδιά
η Βοτ.
κοινή ονομασία τού φυτού Pirus amygdaliformis τού γένους Πίρος τής οικογένειας τών Ροδιδών (Rosaceae), γνωστότερου ως γκορτσιά. Άλλες κοινές ονομασίες τού ίδιου φυτού: αγριογκορτσιά, αγκαθιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγριαπιδιά — αγριαπιδιά, η και αγριαχλαδιά, η ποικιλία απιδιάς (αχλαδιάς) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άχερδος — ἄχερδος, ο, η (Α) είδος άγριας αχλαδιάς, αγριαπιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει υποτεθεί ότι συνδέεται με αλβ. darδe «αχλάδι» ή ότι ανάγεται σε ινδοευρ, ĝher(s) «υψώνομαι, εξέχω», μέσω μιας σημασιολογικής εξελίξεως («αγκαθωτοί θάμνοι» >… …   Dictionary of Greek

  • αγραπιδιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 215 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δομοκού του νομού Φθιώτιδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θεσσαλιώτιδας. * * * η η αγριαπιδιά* …   Dictionary of Greek

  • αγριαχλαδιά — η η αγριαπιδιά* …   Dictionary of Greek

  • αγριογκορτσιά — η η αγριαπιδιά* …   Dictionary of Greek

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”